δοκία

δοκία
δοκίᾱ , δοκίας
masc nom/voc/acc dual
δοκίας
masc voc sg
δοκίᾱ , δοκίας
masc voc sg (attic)
δοκίᾱ , δοκίας
masc gen sg (doric aeolic)
δοκίας
masc nom sg (epic)
δοκίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοκίας — δοκίᾱς , δοκίας masc acc pl δοκίᾱς , δοκίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίαν — δοκίᾱν , δοκίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) δοκίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαραδοκία — ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc/acc dual ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВДОКСИЯ —    • Eudoxia,          Ευδοξία или Ευδοκία,        1. дочь вождя франков Баутона, супруга императора Аркадия и мать Феодосия Младшего, главная противница Иоанна Златоуста. Умерла в 404 г. от Р. X.;        2. Афенаида, родившаяся в 401 г. от Р.… …   Реальный словарь классических древностей

  • δοκίαι — δοκίας masc nom/voc pl δοκίᾱͅ , δοκίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαραδοκίαν — ἀποκαρᾱδοκίᾱν , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαραδοκίᾳ — ἀποκαρᾱδοκίαι , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc pl ἀποκαρᾱδοκίᾱͅ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”